Με την ταχεία εξέλιξη της τεχνολογίας και την είσοδο στη νέα χιλιετία (την εποχή του Homo Technologicus) ο ρόλος που καλείται να διαδραματίσει η Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ) κρίνεται πολύ σημαντικός. Σήμερα, η ανάγκη επέμβασης και συντονισμού της έρευνας καθίσταται επιτακτική για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Πώς όμως ξεκίνησε η δημιουργία της ΓΓΕΤ και προς τα πού βαδίζει;
Μια ιστορική αναδρομή από το 1964 μέχρι σήμερα, στους σημαντικότερους σταθμούς της, βοηθά να κατανοήσουμε την αναγκαιότητα ύπαρξης της, τα προβλήματα που αντιμετώπισε και τη σπουδαιότητα να μπορέσει να επιτελέσει στο ακέραιο το ρόλο της για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, με επίκεντρο πάντα τον άνθρωπο.
1964: Η ελληνική κυβέρνηση αναθέτει στην πιλοτική ομάδα του ΟΟΣΑ να μελετήσει την ελληνική κατάσταση στην έρευνα και τεχνολογία και να προτείνει ένα σχήμα κατάλληλο για το συντονισμό της έρευνας με στόχο την οικονομική ανάπτυξη.
1971: Έχει έρθει η στιγμή να χρησιμοποιηθεί το πόρισμα της ομάδας. Η κεντρική ιδέα ήταν η δημιουργία ενός εθνικού συμβουλίου Έρευνας Τεχνολογίας και μιας μόνιμης γραμματείας Ε & Τ στο τότε Υπουργείο Συντονισμού. Τελικά με το νομοσχέδιο 823/71 δημιουργείται το Εθνικό Συμβούλιο Ερεύνης και Αναπτύξεως και η Υπηρεσία Επιστημονικής Ερεύνης και Αναπτύξεως (ΥΕΕΑ), που υπάγεται αρχικά απευθείας στον πρωθυπουργό και στη συνέχεια μετακινείται στο Υπουργείο Πολιτισμού και Επιστημών. Η υπαγωγή στο Υπουργείο Πολιτισμού και Επιστημών δημιουργεί δυσκολίες στη λειτουργία της ΥΕΕΑ, η οποία επιβιώνει χάρη στις συμφωνίες διμερών συνεργασιών στον τομέα Έρευνας και Τεχνολογίας που υπογράφει και υλοποιεί εύκολα, δεδομένου ότι κάθε μία χωριστά με την κύρωσή της από τη Βουλή αποκτά ισχύ ειδικού νόμου. Έτσι η χρηματοδότηση μέσω των ειδικών προγραμμάτων προχωράει χωρίς εμπόδια.
Με τη Μεταπολίτευση και ενόψει της ένταξης της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ., διαπιστώθηκε η ανάγκη δημιουργίας μιας νέας Υπηρεσίας, που θα συντόνιζε τις ερευνητικές δραστηριότητες της χώρας και θα έκανε ορθολογική κατανομή των διατιθέμενων πόρων.
1976: Ανατίθεται από τον Πρωθυπουργό σε μια ομάδα επιστημόνων, κυρίως από τις Η.Π.Α., η σύνταξη νόμου για το συντονισμό της Έρευνας και Τεχνολογίας και τη χρηματοδότηση έργων για την οικονομική ανάπτυξη.
1977: Ο νόμος 706/77 προβλέπει την Υπουργική Επιτροπή Έρευνας και Τεχνολογίας, το Εθνικό Γνωμοδοτικό Συμβούλιο Έρευνας και Τεχνολογίας και την Υπηρεσία Επιστημονικής Ερεύνης και Τεχνολογίας, με απευθείας αναφορά στον Υπουργό Συντονισμού, κάτι που διευκόλυνε την έγκριση των κονδυλίων της έρευνας. Η σημαντική αλλαγή που εισάγει ο νόμος είναι η χρηματοδότηση έργων και όχι ινστιτούτων. Στη συνέχεια σχεδιάζεται, εγκρίνεται από την Υπουργική Επιτροπή και προκηρύσσεται το πρώτο Εθνικό Πρόγραμμα Έρευνας και Τεχνολογίας (ΕΠΕΤ 0), με συμμετοχή όλων των ακαδημαϊκών, ερευνητικών και οικονομικών φορέων, το οποίο περιλάμβανε έργα υποδομής και έργα σε περιοχές οικονομικού ενδιαφέροντος για τη χώρα ταξινομημένα κατά κατηγορίες του κυρίως αντικειμένου.
1982: Εγκρίνεται το ίδιο ακριβώς πρόγραμμα με μικρές τροποποιήσεις. Παράλληλα, με το νομοσχέδιο 1266/82 ιδρύεται ανεξάρτητο Υπουργείο Έρευνας και Τεχνολογίας, τον αρχικό πυρήνα του οποίου αποτέλεσε η ΥΕΕΤ. Η ίδρυση ανεξάρτητου Υπουργείου τόνισε την έμφαση που έδωσε τότε η πολιτική ηγεσία στον τομέα έρευνας και τεχνολογίας.
1984: Καταρτίζεται ο νόμος 1514/85, που αποτελεί το θεσμικό πλαίσιο για την ανάπτυξη της επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας για τη λειτουργία των ερευνητικών φορέων που εποπτεύονται από το συστηνόμενο με το νόμο αυτό Υπουργείο Έρευνας και Τεχνολογίας. Ο νόμος περιλαμβάνει σημαντικές ρυθμίσεις. Δημιουργείται για πρώτη φορά ο θεσμός του ερευνητή και καθορίζεται το καθεστώς εξέλιξής του. Οι ερευνητές αποκτούν οντότητα και κυρίως αντίστοιχη υπόσταση με τους εργαζομένους των ΑΕΙ. Κάτι που αποτέλεσε κίνητρο για την προσέλευση νέων επιστημόνων στην περιοχή των ερευνητικών δραστηριοτήτων αφενός, αλλά και τον επαναπατρισμό αρκετών επιστημόνων από το εξωτερικό.
Ο νόμος αυτός καθορίζει επίσης τη διοίκηση διαχείριση ερευνητικών κέντρων και τις διαδικασίες που απαιτούνται για την ίδρυση, κατάργηση ή συγχώνευση ερευνητικών κέντρων ή εταιριών βιομηχανικής έρευνας. Με την καθιέρωση του Προγράμματος Ανάπτυξης Έρευνας και Τεχνολογίας (ΠΑΕΤ), επιχειρήθηκε ο προσανατολισμός της έρευνας προς τομείς οικονομικού ενδιαφέροντος της χώρας, δεδομένου ότι τα προκηρυσσόμενα Προγράμματα είχαν συγκεκριμένους μακροπρόθεσμους στόχους.
1985: Με το νομοσχέδιο 1558/85 το Υπουργείο Έρευνας και Τεχνολογίας συνενώνεται με το Υπουργείο Βιομηχανικής Ενέργειας και Φυσικών Πόρων υπό τη μορφή της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ). Παράλληλα, λόγω και της νέας στέγασης δημιουργήθηκε το πολύ δημοφιλές και αποδοτικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης Βιομηχανικής Έρευνας, το γνωστό ως ΠΑΒΕ (Π.Δ), κρατήθηκε όμως και το καθαρά ερευνητικό πρόγραμμα που εξελίχθηκε σε Πρόγραμμα για την Ενίσχυση του Ερευνητικού Δυναμικού, το επίσης γνωστό ΠΕΝΕΔ.
Συγχρόνως, η επέμβαση αυτή δρομολόγησε τις δραστηριότητες των υπαρχόντων ερευνητικών κέντρων προς εφαρμοσμένα ερευνητικά έργα στο πλαίσιο του ΠΑΕΤ. Εξάλλου άρχισε η ίδρυση ειδικών εταιριών Βιομηχανικής Έρευνας (ΒΕΤΑ), όπως η ΕΒΕΤΑΜ, η ΕΚΕΠΥ κ.λ.π. που προσέθεσαν ισχύ στον τεχνολογικό ιστό της χώρας.
1990: Στο πλαίσιο του 1ου Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης (ΚΠΣ) εγκρίθηκε το πρώτο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Έρευνας και Τεχνολογίας, το γνωστό ΕΠΕΤ Ι με συνολικό προϋπολογισμό 101.552 MECU και με τους εξής άξονες προτεραιοτήτων:
Δίδεται έμφαση στο ΕΠΕΤ Ι διότι χορήγησε σημαντικού ύψους πόρους για Ε & Τ δραστηριότητες, που βοήθησαν αποτελεσματικά στη δημιουργία ή και ενίσχυση της ερευνητικής υποδομής (εγκαταστάσεις και ανθρώπινο δυναμικό).
Το 1992 ακολούθησε το πρόγραμμα STRIDE ΕΛΛΑΣ, με στόχους αντίστοιχους του ΕΠΕΤ Ι. Το πρόγραμμα STRIDE ΕΛΛΑΣ ήταν μια μορφή ΠΑΒΕ αλλά με πολύ σημαντικότερα ποσά και αρκετά καλές συνεργασίες μεταξύ βιομηχανίας και ερευνητικών φορέων. Ο απώτερος σκοπός του προγράμματος ήταν η οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Αντίστοιχα προγράμματα οικονομικής ανάπτυξης έγιναν σε αρκετές υποβαθμισμένες περιοχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως οι Πορτογαλία, Ιρλανδία, Νότιος Ιταλία, Κορσική και περιφέρειες της Ισπανίας).
Το 1994 ολοκληρώθηκε ο σχεδιασμός και άρχισε η υλοποίηση του ΕΠΕΤ ΙΙ, που απεικονίζει την ερευνητική και τεχνολογική πολιτική της χώρας για την εξαετία 1994-2000. Οι κύριοι άξονες αυτής της πολιτικής (υποπρογράμματα) ήταν:
Από το 1996 μέχρι τον Οκτώβριο του 2009 η ΓΓΕΤ ανήκε στο Υπουργείο Ανάπτυξης και είχε ως αρμοδιότητα το σχεδιασμό και την άσκηση της Επιστημονικής και Τεχνολογικής πολιτικής της χώρας. Από τη σύσταση της έως σήμερα, η ΓΓΕΤ σχεδίασε, διαχειρίστηκε και υλοποίησε, όπως προαναφέρθηκε, διαδοχικά προγράμματα βελτιώνοντας συνεχώς τις διαδικασίες αξιολόγησης των υποβαλλόμενων προτάσεων και χρηματοδότησης ερευνητικών έργων και συμβαδίζοντας με τα διεθνή πρότυπα. Παράλληλα, από το 1995 δρομολόγησε διαδικασία αξιολόγησης των ερευνητικών φορέων που εποπτεύει μέσω επιτροπών εμπειρογνωμόνων της Ελλάδας και του εξωτερικού, ώστε να επιτυγχάνεται η αποτελεσματικότερη χρησιμοποίηση των πόρων που διατίθενται για Ε & Τ. Το αποτέλεσμα ήταν η σταδιακή αλλαγή του τρόπου ενίσχυσης των ερευνητικών και τεχνολογικών φορέων, που μετατράπηκε σε ανταγωνιστική υποβολή προτάσεων και αξιολόγηση, στο πλαίσιο διαφόρων προγραμμάτων, ενώ παλιότερα ίσχυε η χρηματοδότηση μέσω του τακτικού προϋπολογισμού, χωρίς καθόλου αξιολόγηση ή και συντονισμό.
Η Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας, αξιοποιώντας τις εμπειρίες του ΕΠΕΤ ΙΙ και λαμβάνοντας υπόψη τις παγκόσμιες ερευνητικές και τεχνολογικές προτεραιότητες, τις δυνατότητες και τις αδυναμίες της ελληνικής επιστημονικής κοινότητας καθώς και τις ανάγκες και τα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας, προχώρησε μαζί με όλες τις δυνάμεις του Υπουργείου Ανάπτυξης στην υλοποίηση του Επιχειρησιακού Προγράμματος Ανταγωνιστικότητας (ΕΠΑΝ), Γ ΚΠΣ, 2000-2006, το οποίο ολοκληρώθηκε 31/12/2009.
Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του Προγράμματος ήταν ο ενιαίος χαρακτήρας του και η συνέργεια των επιμέρους δράσεων και προγραμμάτων με σκοπό την όσο δυνατόν πιο ολοκληρωμένη ενίσχυση ενεργειών που συγκλίνουν στους τρεις μεγάλους στόχους του:
Η Τεχνολογική Καινοτομία και Έρευνα αποτέλεσαν ένα από τους οκτώ άξονες προτεραιοτήτων του ΕΠΑΝ. Οι βασικές κατευθύνσεις της πολιτικής στον τομέα αυτό για την περίοδο 2000-2009 αφορούσαν:
Απο τον Νοέμβριο του 2009 μέχρι 21/6/2012 η ΓΓΕΤ ανήκε στο Υπουργείο Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων.
Απο 21/6/2012 μέχρι 10/8/2012 η ΓΓΕΤ ανήκε στο Υπουργείο Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων.
Απο 10/8/2012 η ΓΓΕΤ ανήκει στο Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού.
Η Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας του Υπουργείου Παιδείας, δια βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων:
© 2024 paso.gr: Σεμινάρια, Ημερίδες, Συνέδρια, Εκπαιδευτικές Εκδηλώσεις. All Rights Reserved.